θύλαξ
Смотреть что такое "θύλαξ" в других словарях:
θῦλαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηθυλλίς — και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α) είδος πράσου, αμπελόπρασο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. γηθυλλίς θεωρήθηκε σύνθετη (γηθυλλίς) και ερμηνεύτηκε ως «σάκος χώματος» (πρβλ. θύλαξ) καθώς και η λ. γήθυον (γη + *θύον «σάκος»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο … Dictionary of Greek
θυλάγροικος — θυλάγροικος, ον (Α) άξεστος, υπερβολικά αγροίκος, αυτός που έχει περιορισμένες πνευματικές ικανότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *θυλακ άγροικος (< θύλαξ + άγροικος) με απλολογία (πρβλ. θυμάγροικος)] … Dictionary of Greek
θύλακας — ο (Α θύλαξ) θύλακος* νεοελλ. στρ. η είσοδος και παραμονή στρατευμάτων σε τμήμα τού εχθρικού εδάφους, ενώ τα πλευρικά εδάφη εξακολουθούν να κατέχονται από τις εχθρικές δυνάμεις αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού… … Dictionary of Greek
κοινοθυλακώ — κοινοθυλακῶ, έω (Α) έχω ή επιδιώκω να έχω κοινό ταμείο, κοινό βαλάντιο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + θυλαξ, ακος] … Dictionary of Greek
θυλάκων — θῡλάκων , θύλακος sack masc gen pl θῡλάκων , θῦλαξ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύλακα — θύ̱λακα , θῦλαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύλακας — θύ̱λακας , θῦλαξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύλακε — θύ̱λακε , θύλακος sack masc voc sg θύ̱λακε , θῦλαξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύλακες — θύ̱λακες , θῦλαξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύλακι — θύ̱λακι , θῦλαξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)